- συννεκρώ
- -όω, ΜΑ [νεκρῶ]1. νεκρώνω ταυτόχρονα2. (το παθ.)συννεκροῡμαι, -όομαι(κυριολ. και μτφ.) νεκρώνομαι μαζί, απονεκρώνομαι κι εγώ (α. «τα φύλλα συννεκρωθέντα», Ανών.β. «τῇ διανοίᾳ συννεκροῡται», Βέττ. Βάλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συννέκρωσις — ώσεως, ἡ, Α [συννεκρῶ] ταυτόχρονη ή από κοινού νέκρωση … Dictionary of Greek